τεχνουργείο

τεχνουργείο
το, Ν
το εργαστήριο στο οποίο δημιουργούνται έργα τέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεχνουργός. Η λ., στον λόγιο τ. τεχνουργεῖον, μαρτυρείται από το 1808 στον Κυρ. Καπετανάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τεχνουργείο — το εργαστήριο του τεχνουργού (βλ. λ.), όπου κατασκευάζονται έργα τέχνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”